επιρραβδοφορώ

επιρραβδοφορώ
ἐπιρραβδοφορῶ, -έω (Α)
αναγκάζω το άλογο να καλπάσει απειλώντας το με το μαστίγιο («καὶ εἰς τὸ ἐπιρραβδοφορεῑν ἥδιστ’ ἂν ἀφικνοῑτο», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”